Νόμιμος μισθός, καταβαλλόμενος μισθός και οικειοθελής παροχή

Πολλές φορές υπάρχει σύγχυση στους συναδέλφους σχετικά με τους ορισμούς του βασικού μισθού, του καταβαλλόμενου μισθού, του νόμιμου μισθού, της οικειοθελούς παροχής κλπ.

Αποσκοπώντας στην απάντηση σχετικών αποριών, συντάξαμε με τη βοήθεια του νομικού μας συμβούλου  της Ομοσπονδίας ένα συνοπτικό οδηγό.

Φυσικά αν επιθυμείτε περαιτέρω διευκρινίσεις είμαστε στη διάθεσή σας.

α. Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 361 και 648 του Αστικού Κώδικα, που κατοχυρώνει την συμβατική ελευθερία και στο πεδίο της σύμβασης εργασίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι όροι εργασίας μπορούν να τροποποιούνται με τη σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας, η οποία είναι δυνατόν να συμβεί οποτεδήποτε, καθώς τα μέρη απολαμβάνουν συμβατικής ελευθερίας.

Η παραπάνω όμως συμβατική ελευθερία γνωρίζει τον ακόλουθο περιορισμό: Με τη σύναψη της ατομικής σύμβασης δεν επιτρέπεται να παραβιάζονται κανόνες αναγκαστικού χαρακτήρα, ή διατάξεις που θεσπίζουν κατώτατα όρια προστασίας υπέρ των εργαζομένων (Λεβέντης, Η Μεταβολή των όρων της Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας, 1990, 64 επ.).

Από τους πλέον ουσιώδεις όρους εργασίας είναι ο μισθός, ο οποίος καθορίζει την αντιπαροχή του εργοδότη για την παροχή της εργασίας από τον εργαζόμενο.

Ο μισθός δεν μπορεί να μειωθεί μονομερώς από τον εργοδότη, με την επίκληση του διευθυντικού δικαιώματος, καθώς το διευθυντικό δικαίωμα συναρτάται με την παροχή του εργαζόμενου και όχι με την αντιπαροχή που οφείλει ο εργοδότης (Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2007, σελ. 752 επ).

Ο μισθός διακρίνεται σε νόμιμο, ο οποίος καθορίζεται από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια που θεσπίζουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και στον συμβατικό μισθό, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της απευθείας διαπραγμάτευσης εργοδότης και εργαζόμενου. Σε κάθε περίπτωση, ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του νομίμου μισθού, ενώ κάθε τυχόν αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

Ο νόμιμος μισθός μπορεί να μειωθεί με την σύναψη μεταγενέστερης συλλογικής σύμβασης εργασίας (ή και διαιτητικής απόφασης) του αυτού πεδίου ισχύος, η οποία να προβλέπει μισθό κατώτερο από αυτόν που προέβλεπε η προηγούμενη συλλογική σύμβαση. Τούτο είναι δυνατό και επιτρεπτό καθώς στις συλλογικές συμβάσεις ισχύει η διαδοχή τάξεων, δηλαδή η μεταγενέστερη καταργεί την προηγούμενη, ανεξαρτήτως εάν η προηγούμενη είναι πιο ευνοϊκή (lex posterior derogat legi priori).

Η μείωση του συμβατικού μισθού προϋποθέτει νέα συμφωνία των μερών, δηλαδή εργοδότη και εργαζόμενου, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή στα χρηστά ήθη, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από τον εργοδότη.

Συνεπώς μόνο με νέα συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου μπορεί να καθοριστεί μειωμένος μισθός, χωρίς βέβαια ο νέος μισθός να υπολείπεται των κατωτάτων ορίων που θεσπίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Η συμφωνία μείωσης του μισθού μπορεί να είναι και σιωπηρή. Εάν ο εργοδότης μειώσει τον μισθό μονομερώς, και ο εργαζόμενος παρότι γνωρίζει σαφώς την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του, εξακολουθεί να παρέχει αδιαμαρτύρητα την εργασία του για μακρό χρονικό διάστημα, τότε καταρτίζεται σιωπηρά τροποποιητική συμφωνία της αρχικής σύμβασης (ΑΠ 1455/2003, ΔΕΝ 2004, 876, Ζερδελής, ό.π.).

 

β. Από το μισθό διακρίνονται οι οικειοθελείς παροχές που χορηγεί ο εργοδότης προς τον εργαζόμενο, με αποκλειστική πρωτοβουλία του πρώτου, χωρίς να επιβάλλονται από τον νόμο ή από άλλη κανονιστική διάταξη.

Σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε παροχή, ως προς την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει δικαίωμα ανάκλησης, θεωρείται οικειοθελείς, και δεν δημιουργείται συμβατική δέσμευση για  την καταβολή της, ακόμα και αν χορηγείται τακτικά ως συμπληρωματική των λοιπών αποδοχών.

Η επιφύλαξη αποτελεί νόμιμο όρο ανάκλησης μιας παροχής ή έστω στοιχείο που διευκολύνει την απόδειξη της πρόθεσης ελευθεριότητας, δεν αποτελεί όμως αναγκαίο όρο που αποτρέπει το χαρακτηρισμό μιας παροχής ως μισθολογικής (Κουκιάδης, 2005, 589).

Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν έχει επιφυλαχθεί για την ανάκληση της παροχής, αυτή θεωρείται συμβατική προσαύξηση που δίδεται κατά την βούληση των μερών ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, και συμπληρώνει την έννοια του συμβατικού μισθού.

γ. Σε περίπτωση που ο εργοδότης χορηγεί σε κάποιους εργαζόμενους ποσά πέραν των οριζομένων από ΣΣΕ ή άλλες κανονιστικές διατάξεις, προσαυξάνοντας τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους και τα ποσά αυτά καταβάλλονται τακτικά, κάθε μήνα, ενώ από τις αποδείξεις μισθοδοσίας δεν προκύπτει ότι το ποσό, πέραν του ελαχίστου της ΣΣΕ, καταβάλλεται για κάποια συγκεκριμένη αιτία ή υπάρχει επιφύλαξη ανάκλησής του, αντιθέτως εμφανίζεται ως συμβατικός καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός. ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να μειωθεί μονομερώς από τον εργοδότη, καθώς αυτό αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του εργαζόμενου.

δ. Σχετικά με την αμοιβή για την νυκτερινή εργασία και την εργασία τις Κυριακές και τις αργίες, ισχύουν τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με την νομολογία, οι αμοιβή για την νυκτερινή εργασία και την εργασία τις Κυριακές και τις αργίες, μπορεί να συμψηφιστεί στις υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, μόνο εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, στην ατομική σύμβαση εργασίας.

Συνεπώς εφόσον υπάρχει η σχετική ρήτρα συμψηφισμού στις υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, είναι νόμιμος ο συμψηφισμός αυτός.

Δημοσιεύθηκε στην Νομοθεσία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Τα σχόλια είναι κλειστά.